θελξικάρδιος

θελξικάρδιος
-α, -ο (Μ θελξικάρδιος, -ον)
αυτός που ευφραίνει την καρδιά, ο ευφραντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω*) + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ-κάρδιος, ταχυ-κάρδιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”